απαράγγελτος

απαράγγελτος
-η, -ο (Α ἀπαράγγελτος, -ον)
αυτός που δεν έχει παραγγελθεί, που γίνεται ή έρχεται χωρίς παραγγελία
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κηρυχθεί επίσημα, ο ακήρυκτος
2. (επίρρ., -τως) χωρίς να δοθεί το σύνθημα της μάχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απαράγγελτος — η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δε δόθηκε παραγγελία: Μαζί με τις παραγγελίες είχαν έρθει και μερικά πράγματα απαράγγελτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαραγγέλτως — ἀπαράγγελτος without formal declaration adverbial ἀπαράγγελτος without formal declaration masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”